-
1 λύρα
λῠρα (λύρα, -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν.)1 lyreἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
ἁδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι O. 6.97
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶφθέγματι μαλθακῷ P. 8.31
παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.12
ἀλλ' ὅμως εὔχορδον ἔγειρε λύραν N. 10.21
λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά N. 11.7
λύ]ραι τε καὶ ὑ[μν (supp. Lobel) fr. 215. 9. -
2 ἀνατίθημι
1 make as an offeringἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίᾷ ἔγραψεν ἱεράν O. 3.30
τὶν δὲ (sc. Καμαρίνᾳ)κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε O. 5.8
met.,εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.29
λιτανεύω, ἑκαβόλε, Μοισαίαις ἀνατιθεὶς τέχναισι χρηστήριον[ dedicate Pae. 9.39 -
3 κόρος
κόρος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 too mucha having too much, tedium, satietyἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν O. 2.95
ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.82
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ P. 8.32
κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
b wanting too much, ambition, insatiable greedκόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον O. 1.56
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (join ἀνδρῶν with τινα) N. 1.65εἴ τις ἀνδρῶν εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel e Σ, οὐκ ἐπὶ ὕβρει) fr. 169. 15.c pro pers., GreedὝβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον O. 13.10
-
4 μακραγορία
1 long storyεἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ P. 8.30
-
5 φθέγμα
1 voiceεἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31
φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188. met.,ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε βροντᾶς αἴσιον φθέγμα P. 4.198
-
6 ἀνατίθημι
A (Pergam.), etc.:—lay upon, once in Hom.,ἐλεγχείην ἀναθήσει μοι Il.22.100
; ἀ. ἄχθος lay on as a burden, Ar.Eq. 1056 (hex.), cf. X.An.3.1.30;κινδύνους ἰδιώταις ἀ. Hyp.Eux.9
: in good sense,ἀ. κῦδός τινι Pi.O.5.8
. b. [voice] Med., put on board ship, IG5(1).1421 ([place name] Cyparissia).2 in Prose, refer, attribute, a thing to a person,μεγάλα οἱ χρήματα ἀ. Hdt.2.135
; οὐ γὰρ ἄν οἱ πυραμίδα ἀνέθεσαν ποιήσασθαι would not have attributed to her the erection of the pyramid, ib. 134; ; εἰμή, ὅταν.. εὖ πράξητε, ἐμοὶ ἀναθήσετε will give me the credit of it, Th.2.64; ;ἀ. τινὶ τὴν αἰτίαν τινός Isoc.1.37
, Aeschin.2.10; also, compare,τινὰ εἴς τι Eun.Hist.p.261
D. b. ἀ. τινὶ ἅπαντα πράγματα lay them upon him, entrust them to him, Ar.Nu. 1453, Th.8.82.II set up as a votive gift, dedicate, , Pi.O.3.30, Hdt.2.159,7.54, Ar.Pl. 1089, etc.;Ῥήνειαν ἀνέθηκε τῷ Ἀπόλλωνι Th.1.13
;ἀνάθημα ἀνατιθέναι Hdt.1.53
, 2.182;ἀ. τι ἐς Δελφούς Id.1.92
, 2.135, 182, Pl.Phdr. 235d, etc.; less freq.ἐν Δελφοῖς Theopomp.Com.1
D., Plu.Sol.25; dedicate a book, Id.Sull.6; ἀ. τινά set up a statue of.., SIG420 (Delos, iii B.C.); incorrectly of burial, OGI 602 ([place name] Jaffa):— [voice] Pass.,ἀνατεθῆναι Ar.Eq. 849
; cf. ἀνάκειμαι.2 set up, erect, [στήλην] παρὰ βωμόν, νεών, Plb.5.93.10, Plu.Publ.14: metaph., dedicate,μακραγορίαν λύρᾳ Pi.P.8.29
; ἀ. τὰς ἀκοὰς τοῖς ἀκροάμασι give them up to, Plb.23.5.9.III put back, τί γὰρ παρ' ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει, προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; pushing us forward or moving us back on the verge of death, S.Aj. 476; cf. B.11.2.B [voice] Med., put upon for oneself,ἀναθέσθαι τὰ σκεύη ἐπὶ τὰ ὑποζύγια X.An.2.2.4
; pack on one's cart, Lys.7.19; τοῖς ὤμοις ἀ. τινά put on one's shoulders, Plu.2.983b; freq. like [voice] Act.,ἀ. τινὰ ἐφ' ἵππον Id.Art. 11
, etc.3 remit, refer, ἀ. περί τινος εἰς σύγκλητον refer the consideration of it to the Senate, Plb.21.46.11, cf. App.Sam.4.II place differently, change about, e.g. the men on a draught-board, ἀνὰ πάντα τιθεσθαι v.l. in Orac. ap. Hdt. 8.77.2 take back a move at πεττοί, Pl.Hipparch. 229e: hence metaph., retract one's opinion, X.Mem.1.2.44, cf.2.4.4; freq. in Pl.,ἀνατίθεσθαι ὅ τι δοκεῖ Pl.Grg. 462a
, cf. Prt. 354e. Chrm. 164d; οὐκ ἀνατίθεμυι μὴ οὐ.. retract and say this is not so, Id.Phd. 87a;οὐκ ἀ. μὴ οὐ καλὼς λέγεσθαι Id.Men. 89d
;ἀνατιθέμενος τὸ διημαρτημένον Luc. Pseudol.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνατίθημι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский